1649_b_krish.png

Πληθαίνουν οι φωνές τελευταία που υποστηρίζουν ότι μέσα στο 2018 θα γίνει πραγματικότητα η πολυπόθητη έξοδος από την κρίση και τα μνημόνια. Τόσο η κυβέρνηση, όσο και οι Ευρωπαίοι εταίροι, προτάσσουν τα θετικά στοιχεία και ιδιαίτερα την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο Moody’s και την τάση μείωσης της ανεργίας για να αιτιολογήσουν πάνω σε αυτό.

Τα αποτελέσματα όμως μόνο ενθαρρυντικά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ο.Α.Ε.Δ., τον Γενάρη του 2018 καταγράφθηκαν 903.303 άνεργοι με κριτήριο την αναζήτηση εργασίας (αναζητούντων εργασία) σε αντίθεση με τα 879.881 άτομα που είχαν καταγραφεί τον Δεκέμβριο. Η Ελλάδα διαθέτει εδώ και αρκετά χρόνια το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε. ως απόρροια της ύφεσης την περίοδο της κρίσης.

Πάνω σε αυτά τα δεδομένα ήρθε η τελευταία τριμηνιαία επισκόπηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να δώσει κάποια ποιοτικά στοιχεία που έχουν αρκετό ενδιαφέρον. Στην έρευνα σημειώθηκε άνοδος της απασχόλησης κατά 1,7% στις χώρες της Ε.Ε., το οποίο αντιστοιχεί σε 4 εκατομμύρια εργαζομένους.Αντιστρόφως ανάλογη όμως είναι η εικόνα για την Ελλάδα, καθώς η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και ιδιαίτερα στις νέες ηλικίες και στους μακροχρόνια ανέργους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, στην Ελλάδα το 73,4% των ανέργων βρίσκονται πάνω από 12 συνεχόμενους μήνες χωρίς εργασία. Αντίστοιχη είναι και η κατάσταση όσον αφορά στο εισόδημα των νοικοκυριών. Ενώ στο σύνολο της Ε.Ε. υπάρχει ετήσια αύξηση  περίπου 1,5% του εισοδήματος (το οποίο προέρχεται κυρίως από την αύξηση των εσόδων από την εργασία), η Ελλάδα και σε αυτό τον τομέα αποτελεί τη μοναδική χώρα που δεν παρουσιάζει βελτίωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών. Μάλιστα το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών παραμένει κάτω από τα επίπεδα της προ κρίσης εποχής σε αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Κροατία, αλλά και η Ολλανδία.

Μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε. Γιώργος Αργείτης τόνισε ότι, «εάν συγκριθούν οι αμοιβές των Ελλήνων εργαζομένων με τον χρόνο εργασίας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μία τεράστια αδικία σε βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι είναι πάρα πολύ χαμηλά αμειβόμενοι». Ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε. υπογράμμισε ότι το μοντέλο της οικονομίας στηρίζεται πάνω στην εκμετάλλευση και στην αδικία σε βάρος των εργαζομένων, ενώ θεωρεί ότι αυτό που έχει ανάγκη η χώρα είναι να μεταβεί άμεσα σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, που θα στηρίζεται στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, στην ποιότητα της εργασίας και σε καλύτερες αμοιβές εργασίας. Όμως, για να υπάρξει τεχνολογική ώθηση στον τομέα της εργασίας, οι εταιρίες πρέπει να επενδύσουν τόσο σε εξοπλισμό, όσο και σε ανάλογη εκπαίδευση του προσωπικού. Αυτό μόνο σαν αστείο ακούγεται σήμερα.

Τα τελευταία χρόνια, κάτω από το βάρος των μνημονιακών δεσμεύσεων και στην προσπάθεια των κυβερνήσεων να πιάσουν τους δημοσιονομικούς στόχους, απορρυθμίστηκε πλήρως το συλλογικό και το ατομικό εργατικό δίκαιο, διαλύθηκαν οι συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις εργασίας συνολικότερα και κατέληξε στα τάρταρα οποιαδήποτε διεκδίκηση υπό τον φόβο της ανεργίας. Ενδεικτικό είναι ότι έπειτα από έρευνα της εταιρίας MARC με θέμα «Συνθήκες διαβίωσης και εργασίας στο λεκανοπέδιο της Αττικής», που παρήγγειλε η Περιφέρεια Αττικής σε συνεργασία με το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αθήνας (Ε.Κ.Α.), το 10% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι όντως ασφαλίζεται, αλλά λιγότερες ώρες από αυτές που πραγματικά εργάζεται, και το 6,1% ότι εργάζεται χωρίς ασφάλιση.

Πάνω σε αυτή την κατάσταση στηρίχτηκε η έξοδος από την κρίση και πάνω σε αυτή θα στηριχτεί και η ανάπτυξη. Άλλωστε κοινωνικοί εταίροι έχουν προειδοποιήσει ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος πισωγυρίσματος σε περίπτωση αύξησης του μισθού. Ο Σ.Ε.Β. πρόσφατα ζήτησε την αποσύνδεση του κατώτατου μισθού (μπροστά στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για τη νέα συλλογική σύμβαση εργασίας του 2018), συνδέοντας μάλιστα το ύψος του με την παραγωγικότητα της εκάστοτε επιχείρησης.

Άρα λοιπόν γεννάται το ερώτημα υπό ποιο πρίσμα θα βγούμε από την κρίση και πώς θα μπούμε στον δρόμο της ανάπτυξης και της εργασιακής κανονικότητας. Η απάντηση, νομίζουμε, είναι πρόδηλη. Δραματικές αλλαγές προς το καλύτερο δύσκολα θα έρθουν. Έχει ενδιαφέρον βέβαια να δούμε τόσο το στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης (θα παρουσιαστεί μέχρι τον Απρίλιο του 2018), όσο και τι αλλαγές θα έρθουν με την έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο.

Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος – «Στέντορας»

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn