Θα τα καταφέρουμε. Θα περάσει κι αυτό. Είμαστε μάγκες. Είμαστε πρότυπο για τον πλανήτη. Από πάτοι της οικονομικής κρίσης βρεθήκαμε πρώτοι στην υγειονομική κρίση. Όλοι απορούν για τους ατίθασους Έλληνες που συμμορφώθηκαν σε αυστηρά μέτρα. Που εγκατέλειψαν εξόδους και θα θυσιάσουν ακόμη και το Πάσχα τους για όλους αυτούς που αγαπούν. Γίναμε σύγχρονοι ήρωες, αντάξιοι του ένδοξου παρελθόντος και των επιφανών προγόνων μας. Όπως μοιράζομαι την προσπάθεια, μοιράζομαι και τη δόξα. Όμως μέσα σε αυτή τη μέθη της αναμφισβήτητης επιτυχίας, ακούω μερικά καμπανάκια να χτυπούν επίμονα.
Περιμένουμε πάλι κάποιον άλλον να προετοιμάσει την επόμενη μέρα. Νομίζουμε ότι με χρήμα και ευρωπαϊκά ομόλογα και δανεικά και επιδοτήσεις θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Εμείς θα επιστρέψουμε στη βολή μας αλλά κάποιος άλλος θα πληρώσει τη νύφη. Θα βγούμε από την πόρτα της απομόνωσής μας σε έναν κόσμο ίδιο με αυτόν που αφήσαμε. Σαν κάποιος να πάτησε την παύση στην ταινία για να μας περιμένει να πάμε στην τουαλέτα. Την τινάζουμε βιαστικά και επιστρέφουμε στον καναπέ. Και συνεχίζουμε να τρώμε τις πατλάκες -γνωστές και ως popcorn- με τα ίδια άπλυτα χέρια.
Όμως πρέπει να θυμηθούμε ότι ήμασταν μετεξεταστέοι στην προηγούμενη περίοδο και η επιστροφή εκεί, ίσως, δεν είναι πολύ έξυπνη. Και μπορεί στον πόλεμο που ζούμε να είμαστε όλοι ίδιοι, αλλά με τη λήξη του συναγερμού θα γυρίσει κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Κι εμείς αντί να δούμε μια ευκαιρία για καλύτερη προετοιμασία της συνέχειας, βλέπουμε μια ευκαιρία να επιπλεύσουμε σε θολά νερά. Να καμαρώνουμε δίπλα στην επιταγή της τελευταίας μας επιτυχίας σαν γύφτικο σκεπάρνι και να περιμένουμε να εξαργυρώσουμε κάτι που θα ξεχαστεί γρήγορα και που είναι μάλλον άσχετο με τη διαρκή προκοπή μας.
Ο κόσμος που θα επιστρέψουμε δεν θα είναι ο ίδιος. Και οι δεξιότητες που χρειαζόμαστε στη συνέχεια ίσως είναι διαφορετικές. Επιτρέπουμε τώρα στον εαυτό μας μικρές χαρές που δεν μας κάνουν καλύτερους. Ηδονιζόμαστε με τις στατιστικές που μας παρουσιάζουν καλούς και θαυμάζουμε τις ανοιχτές ψαλίδες, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι μιλούν για θάνατο και απόγνωση. Έχουμε μόνον 7 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού, ενώ οι ήδη επιτυχημένοι Γερμανοί έχουν 18. Και καμαρώνουμε. Χωρίς να νιώθουμε πως κάποιοι βιώνουν θανατικό και απώλεια. Αφού μέχρι και οι γραμμές ψυχολογικής υποστήριξης μοιάζει να υπολειτουργούν.
Και στην ουρά έξω από το super market. Πόσο τυχεροί αισθανόμαστε όταν μπαίνουμε αμέσως ή γρήγορα. Και ρίχνουμε λοξές ματιές μήπως γεμίσει η ουρά πίσω μας και νιώσουμε ακόμα καλύτερα που προλάβαμε στο τσακ να μπούμε άνετα, ενώ οι άλλοι ταλαιπωρήθηκαν. Και στο ταμείο, όσο μεγαλύτερη είναι έξω η ουρά, τόσο πιο νωχελικά και με σαδιστική καθυστέρηση βάζουμε τα πράγματα σε σακούλες, ψιλοκουβεντιάζοντας άνετα με την αγχωμένη πωλήτρια που προσπαθεί να μας ξεφορτωθεί ευγενικά. Άσε με, κοπέλα μου, να νιώσω σημαντικός. Να δω τα βλέμματα των φουκαράδων να παρακολουθούν με αγωνία την κάθε μου κίνηση.
Όσο πιο αυστηροί ήμασταν με τα παιδιά μας και τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών στα όρια της αντικοινωνικότητας, τόσο πιο μαλάκες μείναμε τώρα που ξαφνικά τα «φυτά» βρέθηκαν με επίκαιρες και χρήσιμες δεξιότητες. Που ανέδειξαν τον ψηφιακό αναλφαβητισμό όσων τους έκριναν την προηγούμενη μέρα. Οι θεματοφύλακες της ζωής βρεθήκαμε να παρακαλούμε τους διαρκείς παραβάτες για μια αίτηση web banking ή για μια συναλλαγή. Αλλά και από αυτό δεν διδαχτήκαμε κάτι για την επικαιροποίηση των δεξιοτήτων μας. Απλώς βάλαμε την ουρά κάτω από τα σκέλια και βολευτήκαμε με τα «βλαμμένα».
Όλα καλά. Με λένε Έλληνα και είμαι καλά. Και μπορώ να κάνω την απειλή ευκαιρία. Μπορώ να αξιοποιήσω τον χρόνο της απομόνωσης για να προετοιμαστώ για ένα καλύτερο αύριο. Να αφήσω το ρεσιτάλ ανευθυνότητας για κάποιον άλλον. Να σχεδιάσω, να στοχεύσω, να επαναπροσδιοριστώ. Να μετασχηματίσω το «θετικό» κλίμα που μου έτυχε σε αισιόδοξο μέλλον. Κι αν χάσω την τουριστική σεζόν να φροντίσω τις εναλλακτικές μου έγκαιρα. Και να πατήσω στις πρωτόγνωρα καλές πολιτικές επιλογές για να δομήσω καλύτερο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Σαν στρατηγός και σαν εργάτης. Σαν νοικοκύρης και σαν πιονέρος.
Αφού τα κατάφερε ο Κυριάκος, μπορώ κι εγώ, ρε φίλε.
Δημήτρης Φυντάνης