
Το Brainspotting είναι ένα μοντέλο τραυματοθεραπείας, το οποίο αναπτύχθηκε το 2003 από τον Dr David Grand – θεραπευτή EMDR, και στηρίζεται στη σύνδεση εγκεφάλου – σώματος αλλά και στη θεραπευτική σχέση ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο. Χρησιμοποιώντας την οπτική εστίαση, το μοντέλο βοηθάει τον θεραπευόμενο να επεξεργαστεί με έναν ασφαλή τρόπο, άλυτα τραύματα που είναι αποθηκευμένα στα βαθύτερα υποφλοιώδη κέντρα του εγκεφάλου (αμυγδαλή, εγκεφαλικό στέλεχος) και τα οποία μπορεί να οδηγούν σε συμπτωματολογία στο παρόν ή συναισθηματικό πόνο.
Το Brainspotting αναπτύχθηκε όταν ο David Grand, δουλεύοντας με μια νεαρή αθλήτρια του skating παρατήρησε ότι κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας EMDR το βλέμμα της «κλείδωσε» σε ένα συγκεκριμένο σημείο και παρέμεινε εκεί για αρκετή ώρα, κατά τη διάρκεια της οποίας αναδύθηκαν έντονα συναισθήματα αλλά και αναμνήσεις από τραυματικά βιώματα της παιδικής ηλικίας, τα οποία άρχισε να επεξεργάζεται. Μετά από αυτή τη συνεδρία, παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στις επιδόσεις της αθλήτριας στον πάγο, αίτημα το οποίο προσπαθούσε να ικανοποιήσει μέσα από τις συνεδρίες EMDR, χωρίς ωστόσο κάποιο αποτέλεσμα.
Μετά από αυτή την περίπτωση, ο David Grand άρχισε να παρατηρεί το βλέμμα των θεραπευόμενων του και κατέληξε στο ότι η θέση των ματιών μπορεί να ενεργοποιήσει συγκεκριμένες συναισθηματικές και σωματικές αντιδράσεις που σχετίζονται με τραυματικά γεγονότα, καθώς συγκεκριμένα σημεία στο οπτικό πεδίο (brainspot) συνδέονται άμεσα με συγκεριμένες περιοχές του εγκεφάλου, στις οποίες είναι αποθηκευμένες οι τραυματικές εμπειρίες. “where you look affects how you feel” (το που κοιτάς επηρεάζει το πώς νιώθεις), είναι η βασική αρχή του Brainspotting.
Πώς είναι μια συνεδρία Brainspotting;
Κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας Brainspotting, ο θεραπευτής βοηθάει τον θεραπευόμενο να εντοπίσει τα σημεία στο οπτικό του πεδίο (brainspots) που συνδέονται με το εσωτερικό του βίωμα, με στόχο την ενεργοποίηση των αντίστοιχων κέντρων του εγκεφάλου. Στη συνέχεια ο θεραπευόμενος καλείται να διατηρήσει το βλέμμα του στο brainspot, ενώ ταυτόχρονα παρατηρεί τις σωματικές του αντιδράσεις, τις εσωτερικές αισθήσεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματα. Το νευρικό σύστημα αρχίζει να επεξεργάζεται το τραυματικό υλικό και να ενεργοποιεί την έμφυτη ικανότητα για αυτοίαση. Ο θεραπευτής σε αυτή τη διαδικασία ακολουθεί τον θεραπευόμενο, συντονίζεται μαζί του με ενσυναίσθηση παρέχοντας ασφάλεια, καθώς ο εγκέφαλος επεξεργάζεται το εγκλωβισμένο υλικό.
Πώς τελειώνει μια συνεδρία Brainspotting;
Ο στόχος μιας συνεδρίας Brainspotting είναι η πλήρης ανακούφιση από την αρχική ένταση, το άγχος και τον ψυχικό πόνο. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις απαιτούνται περισσότερες από μια συνεδρίες προκειμένου να επιτευχθεί η ίαση. Καθώς μια συνεδρία Brainspotting οδεύει προς το τέλος, o θεραπευτής αναζητά φυσικά σημάδια ολοκλήρωσης. Παρατηρεί το σώμα, την αναπνοή, το πρόσωπο του θεραπευόμενου αλλά ταυτόχρονα ρωτάει και τον ίδιο τι παρατηρεί στον εαυτό του. Φυσιολογικά αναμένουμε στο τέλος κάθε συνεδρίας, ο θεραπευόμενος να βιώνει περισσότερη χαλάρωση, ανακούφιση, λιγότερα έντονα συναισθήματα ή ένταση στο σώμα, καθώς ο εγκέφαλος έχει ολοκληρώσει έναν κύκλο επεξεργασίας του τραυματικού υλικού.
Η συνεδρία δεν διακόπτεται απότομα, ο θεραπευτής καλεί τον θεραπευόμενο να αφήσει σταδιακά το σημείο εστίασης και να επανέλθει στο παρόν, όπου ακολουθεί συζήτηση για την εμπειρία του θεραπευόμενου κατά την επεξεργασία. Η συζήτηση αυτή είναι σύντομη, στόχο έχει την ομαλή μετάβαση, την ενσωμάτωση και ολοκλήρωση και όχι την γνωστική επεξεργασία. Η εσωτερική ωστόσο επεξεργασία συνεχίζεται και τις επόμενες ημέρες, οπότε είναι σημαντικό ο θεραπευτής να ενημερώσει τον θεραπευόμενο και να τον καλέσει να παρακολουθεί πώς εξελίσσεται αυτή του η εμπειρία. Κάποιες φορές ίσως απαιτηθούν κάποιες τεχνικές γείωσης κατά το κλείσιμο, έτσι ώστε ο θεραπευόμενος να νιώσει ασφαλής στο παρόν και φύγει από γραφείο του θεραπευτή με μια αίσθηση ελέγχου.
Γιατί να επιλέξω το Brainspotting
Οι σύγχρονες έρευνες στην ψυχοθεραπεία και στην μελέτη του εγκεφάλου αναδεικνύουν ότι σημαντικά γεγονότα της ζωής, δυσάρεστα βιώματα, τραύματα αφήνουν το αποτύπωμα τους τόσο στο μυαλό όσο και στο σώμα. Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση τους δεν αρκεί η λεκτική επεξεργασία και ανάλυση αυτών των γεγονότων.
Το Brainspotting δουλεύει πολύ βαθιά γιατί στοχεύει απευθείας στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Ο θεραπευόμενος, χωρίς να χρειάζεται να περιγράψει ή να επανέλθει σε λεπτομέρειες του τραυματικού βιώματος, δουλεύει σωματικά και βοηθάει τον εγκέφαλό του να απελευθερώσει ό,τι έχει εγκλωβιστεί και παγώσει. Το τραύμα ζεί στο σώμα και για το λόγο αυτό δεν μπορεί ποτέ να μείνει εκτός της θεραπείας. Αντίθετα εστιάζοντας σε αυτό, ανοίγουμε το δρόμο σε μια ασφαλή και λιγότερο επώδυνη διεργασία προσέγγισης του τραύματος, αναμένοντας την ανακούφιση και σταδιακά την πλήρη ίαση. Φυσικά δεν ξεχνάμε το τραυματικό βίωμα, ούτε αλλάζει ο τρόπος που σκεφτόμαστε γι’αυτό. Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος που νιώθουμε, οι δυσκολίες που βιώνουμε στο σώμα μας, το στρές και τα συμπτώματα που έρχονται ως απόηχος του τραύματός μας.
Το Brainspotting ως μέθοδος έχει στη φαρέτρα του πολλά διαφορετικά set up, και είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά κάθε θεραπευόμενο και να εξασφαλίσει μια ασφαλή διεργασία, χωρίς τον κίνδυνο του επανατραυματισμού ή του κατακλυσμού από το συναίσθημα, όπως συχνά γίνεται με άλλες μορφές θεραπείας. Επίσης ως μέθοδος μπορεί να σταθεί απέναντι σχεδόν σε κάθε αίτημα και δυσκολία, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει κάποιο τραυματικό βίωμα.
✍️ Γράφει
Ιωάννα Κούρια
Ψυχολόγος (MSc), Ψυχοθεραπεύτρια – Τραυματοθεραπεύτρια
🌐 www.ioannakouria.gr
📧 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.







